συγκαταπαίζω

συγκαταπαίζω
Α
κάνω μαζί με άλλον ή συγχρόνως με κάτι άλλο λόγο για κάτι με αστεία φράση («τὸ Αἰθέρα, Διὸς δωμάτιον, καθ' οὗ Ἀριστοφάνης ἔπαιξε, συγκαταπαίξας ἅμα καὶ τὸ Χρόνου πόδα», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + καταπαίζω «περιπαίζω, αστειεύομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συγκαταπαίξας — συγκαταπαίξᾱς , συγκαταπαίζω jest aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”